- δικαστηρίδιον
- δικαστηρίδιον, τό, ein Gerichtshöfchen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δικαστηρίδιον — δικαστηρίδιον, το (Α) [δικαστήριον] δικαστήριο για γέλια, ασήμαντο δικαστήριο … Dictionary of Greek
δικαστηρίδιον — δικαστηρ̱ίδιον , δικαστήριον court of justice neut nom/voc/acc sg δικαστηρίδιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)